συμπράξω

συμπράξω
συμπράσσω
join
aor subj act 1st sg
συμπράσσω
join
fut ind act 1st sg
συμπράσσω
join
aor subj act 1st sg
συμπρά̱ξω , συμπράσσω
join
aor subj act 1st sg
συμπρά̱ξω , συμπράσσω
join
fut ind act 1st sg
συμπράσσω
join
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)
συμπράσσω
join
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)
συμπρά̱ξω , συμπράσσω
join
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συμμαχώ — συμμαχῶ, έω, ΝΜΑ [σύμμαχος] συνδέομαι με συμμαχικούς δεσμούς, είμαι σύμμαχος νεοελλ. μτφ. συνεργάζομαι με άλλους στη διεξαγωγή κοινού αγώνα εναντίον τρίτου, συμπαρατάσσομαι, συμπράττω («όλες οι συνδικαλιστικές παρατάξεις συμμάχησαν εναντίον τού… …   Dictionary of Greek

  • συνιστώ — συνιστῶ, άω, ΝΜΑ, και συστήνω Ν, και συνίστημι ΜΑ, και συνιστάνω Α [ἵστημι / ἱστῶ] 1. ιδρύω, καταρτίζω, συγκροτώ, οργανώνω (α. «συνιστώ επιτροπή» β. «η επιτροπή συνεστήθη με προεδρικό διάταγμα» γ. «συνίστατο τοὺς πρώτους ἀγώνας», Πλούτ.) 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”